παρισταμένων

παρισταμένων
παρίστημι
cause to stand
pres part mp fem gen pl
παρίστημι
cause to stand
pres part mp masc/neut gen pl
παριστᾱμένων , παριστάω
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
παριστᾱμένων , παριστάω
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέντιουμ ή διάμεσο — Πρόσωπο προικισμένο με ψυχικές ικανότητες πέραν του κανονικού, οι οποίες και το αναγκάζουν να προβεί ασυνήθιστες εκδηλώσεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της μεταφυσικής. Η φαινομενολογία επιτυγχάνεται όταν το μ. (του οποίου η ψυχική και… …   Dictionary of Greek

  • Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”